Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

τὸ καρτόν

См. также в других словарях:

  • καρτόν — το (στη ζωγραφική) προσχεδίασμα μιας εικόνας που χρησιμοποιείται κυρίως στις νωπογραφίες. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. carton] …   Dictionary of Greek

  • καρτόν — καρτός shorn smooth masc acc sg καρτός shorn smooth neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ντανκούρ, Φλοράν Καρτόν — (Florent Carton Dancourt, Φοντενεμπλό 1661 – Κουρσέλ λε Ρουά 1725). Γάλλος συγγραφέας και ηθοποιός. Από αριστοκρατική οικογένεια, σπούδασε φιλοσοφία και δίκαιο και έγινε δικηγόρος σε ηλικία δεκαοκτώ ετών· γνώρισε μετά την ηθοποιό Τερέζα Λα… …   Dictionary of Greek

  • CAPITATA Caepa — apud Plin. l. 19. c. 6. unum ex duobus caeparum genetibus, quae prima apud Latinos fuisse dicit, Unum, inquiens, condimentariae, quam illi Gethyon, nostri pallacanam vocat: alterum capitatae. Unde frustra est Vir Magnus, qui Not. ad Moretum… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • κάρτο — το (Μ κάρτο και κάρτον) το τέταρτο οποιασδήποτε μονάδας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. quarto] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»